Καλεσμένος της σημερινής εκπομπής ο ογκολόγος – παθολόγος Στέλιος Γιασσάς μιλάει για τον Καρκίνο & πρόληψή του.
Καλεσμένος της σημερινής εκπομπής ο ογκολόγος – παθολόγος Στέλιος Γιασσάς μιλάει για τον Καρκίνο & πρόληψή του.
Η βιταμίνη D3 έχει ουσιαστικό ρόλο στη διατήρηση της ομοιόστασης του ασβεστίου και του φωσφόρου και κατά συνέπεια, στη διατήρηση της υγείας των οστών και των δοντιών. Επιπλέον η βιταμίνη D3 εμπλέκεται στο μεταβολισμό των ιστών και η παρουσία της σε επαρκή ποσότητα, είναι ουσιώδης για την διαφοροποίηση των κυττάρων και τη διατήρηση της λειτουργικότητας των μεμβρανών, καθώς και για τη λειτουργία διαφόρων οργάνων, όπως το δέρμα, οι μύες, το πάγκρεας, τα νεύρα, ο παραθυρεοειδής αδένας και το ανοσοποιητικό σύστημα.
Η D3 πέραν της αντιφλεγμονώδους δράσης της, δρα κατασταλτικά στο κυτταρικό πολλαπλασιασμό, την κυτταρική διαφοροποίηση, και νεοαγγειογένεση των νεοπλασματικών κυττάρων, προωθώντας την απόπτωσή τους, επηρεάζοντας αποτρεπτικά με αυτό τον τρόπο τον κίνδυνο των μεταστάσεων (1,2).
Θα μπορούσε η χορήγηση της D3 να επηρεάζει την εμφάνιση νεοπλασματικών νοσημάτων και να έχει προληπτική χρήση;
Υπάρχουν πολλές επιδημιολογικές μελέτες που υποδεικνύουν ότι με επίπεδα βιταμίνης D3 κάτω των 20ng/mL υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης νεοπλασματικών, αυτοάνοσων και καρδιαγγειακών νοσημάτων καθώς και λοιμώξεων, ενώ έχουμε μείωση αυτού του κινδύνου με την αύξηση των επιπέδων της. Από την άλλη, μη πειστικά και ενδεχομένως αντικρουόμενα, είναι τα αποτελέσματα τυχαιοποιημένων μελετών, αναφορικά με την χορήγηση βιταμίνης D3 για μείωση κινδύνου, ή πρόληψη νεοπλασματικών, αυτοάνοσων, καρδιαγγειακών και μεταβολικών νοσημάτων, αλλά και σοβαρών λοιμώξεων (4-8). Μια ανασκόπηση εννέα προοπτικών μελετών που συμμετείχαν 11.656 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, μείωσαν κατά 12% τον κίνδυνο εμφάνισης διηθητικού καρκίνου του μαστού με κάθε αύξηση 5ng/mL της βιταμίνης D3, έχοντας επίπεδα ασφαλείας μεταξύ 27ng/mL και 35ng/mL (3). Δεν αναδείχθηκε όφελος στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
Η VITAL είναι η μεγαλύτερη τυχαιοποιημένη διπλή τυφλή μελέτη(9) με 25.871 συμμετέχοντες, που αφορά, την πρωτογενή πρόληψη της χορήγησης βιταμίνης D3 σε νεοπλασματικά και καρδιαγγειακά νοσήματα. Η πρόσφατη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της μελέτης ήταν αρνητική για το όφελος χορήγησης της D3 ως πρόληψη νεοπλασματικών και καρδιαγγειακών νοσημάτων. Σε υποαναλύσεις της μελέτης που δεν είχαν προκαθοριστεί στο αρχικό πρωτόκολλο, φάνηκε μείωση της συνολικής θνητότητας από νεοπλασματικά νοσήματα μετά από 2 χρόνια λήψης βιταμίνη D3 2000 IU.
Δεν μπορεί να ξεκαθαριστεί κάποια ισχυρή συσχέτιση μεταξύ επιπέδων βιταμίνης D3 και Καρκίνου του Προστάτη(9-10). Φαίνεται όμως ότι τα υψηλά επίπεδα βιταμίνης D ενδεχομένως να μπορούν να καθορίσουν μια λιγότερο επιθετική νόσο(11-12).
Υπάρχει σχέση όσον αφορά την έλλειψη της βιταμίνης D3 και του κινδύνου εμφάνισης Καρκίνου Παχέος Εντέρου(3), όπως προκύπτει από τις δημοσιεύσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO). Τα δεδομένα αυτά υποστηρίζονται από 17 κοχόρτης μελέτες με 5706 ασθενείς πάσχοντες από καρκίνο Παχέος Εντέρου(13), όπου αναδεικνύεται ότι, επίπεδα βιταμίνης D3 <12ng/ml, έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου ενώ, τιμές >30ng/ml και κυρίως μεταξύ 35ng/ml και 40ng/ml, έχουν μειωμένο κίνδυνο.
Αναδείχθηκε συσχέτιση των επιπέδων της βιταμίνης D3 αναφορικά με την πρόγνωση στον Μεταστατικό Καρκίνο Παχέος Εντέρου(15-16). Στην αναδρομική ανάλυση της μελέτης φάσης lll(14) CALGB(Alliance) 80405 με 1043 ασθενείς με Μεταστατικό Κολοορθικό Καρκίνο, που έλαβαν χημειοθεραπεία και βιολογικούς παράγοντες και στα δύο σκέλη της μελέτης, το σκέλος που έπαιρνε υψηλά επίπεδα βιταμίνης D3, είχε στατιστικά σημαντικό όφελος στην συνολική επιβίωση, έναντι του σκέλους με τις χαμηλές δόσεις D3 (32,6 έναντι 24,6 μηνών). Ίδιο στόχο είχε η ανάδειξη προγνωστικού ρόλου χορήγησης υψηλών δόσεων βιταμίνης D3, στη μελέτη φάσης II SUNSHINE με 139 ασθενείς και Μεταστατικό Κολοορθικό Καρκίνο, που έπαιρναν χημειοθεραπεία 1ης γραμμής(17). Το 2017 στο Παγκόσμιο Συνέδριο ASCO στο Σικάγο, έγινε προκαταρτική αναφορά στην μελέτη SUNSHINE για την στατιστικά σημαντική διαφορά που είχε το σκέλος με τα υψηλά επίπεδα βιταμίνης D3, σχετικά με το διάστημα χωρίς πρόοδο της νόσου PFS (12,4 έναντι 10,7 μηνών). Έχει σχεδιαστεί για τον λόγο αυτό μεγάλη μελέτη φάσης III προς επιβεβαίωση της SUNSHINE.
Τα δεδομένα των μελετών αναφορικά με την προληπτική δράση των επιπέδων της βιταμίνης D3 στα νεοπλασματικά νοσήματα είναι αντικρουόμενα.
Για τώρα δεν υπάρχει σύσταση λήψης της βιταμίνης D3 με στόχο την πρόληψη.
Το όφελος της βιταμίνης D3 είναι δεδομένο για την υγεία του σκελετού και υπάρχουν δεδομένα για την συμμετοχή της στην καλύτερη έκβαση των νεοπλασματικών νοσημάτων. Η διόρθωση των χαμηλών επιπέδων της βιταμίνης D3 είναι απαραίτητη για τους παραπάνω λόγους για όλο τον πληθυσμό και ειδικότερα στην περίπτωση πρωτοδιαγνωσθείσας Μεταστατικής Νόσου Παχέος Εντέρου. Τα επιθυμητά επίπεδα είναι μεταξύ 30ng /ml και 40ng/ml. Αυτό επιτυγχάνεται με την διατροφή, την έκθεση στον ήλιο τηρώντας τις ιατρικές οδηγίες ασφάλειας και τα συμπληρώματα βιταμίνης D3, με αθροιστική ημερήσια δόση >1.000 IU.
Βιβλιογραφία
Ο Στυλιανός Γιασσάς είναι παθολόγος ογκολόγος, Δ/ντής Β’ Ογκολογικής Κλινικής Μαιευτηρίου «ΙΑΣΩ» και Δ/ντής Γ’ Ογκολογικής Κλινικής στο Νοσοκομείο «METROPOLITAN GENERAL»
Φαίνεται να είναι η συχνότερη γυναικολογική κακοήθεια και 4η στις γυναίκες μετά το καρκίνο του μαστού, παχέος εντέρου και πνευμόνων. Κυρίως στις μετεμμηνοπαυσιακές, έχει μεγαλύτερη συχνότητα στη λευκή φυλή και στις ανεπτυγμένες χώρες με συχνότητα 12,9 ανά 100.000 γυναίκες. Το 53% των περιπτώσεων παρατηρείται στις πιο ανεπτυγμένες χώρες. Στην Ευρώπη, εμφανίζει αύξηση τα τελευταία χρόνια λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, της ευρείας χρήσης θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης και της αυξανόμενης επικράτησης της παχυσαρκίας. Η Ελλάδα σε ποσοστά συχνότητας και θνησιμότητας είναι στις τελευταίες θέσεις σε σχέση με τα υπόλοιπα Ευρωπαϊκά κράτη.
Η πραγματική αιτία που οδηγεί στην ανάπτυξη του καρκινώματος στο ενδομήτριο είναι άγνωστη ωστόσο αυξάνει όσο παρέρχεται η ηλικία. Βασικός παράγοντας που προδιαθέτει στην καρκινογένεση του ενδομητρίου είναι η αυξημένη και µονοµερή οιστρογονική επίδραση στο ενδομήτριο.
Κύριοι παράγοντες κινδύνου:
Γενικότερα μπορεί να ταξινομηθούν σε Ενδογενείς και Εξωγενείς παράγοντες κινδύνου .
Ενδογενείς παράγοντες κινδύνου:
Εξωγενείς παράγοντες κινδύνου:
Η διαφορά είναι στην συχνότητα εμφάνισης κάποιου συγκεκριμένου ιστολογικού τύπου και φυσικά στην αντίστοιχη πρόγνωση. Γενικά μπορούμε να τους κατατάξουμε στους τύπου I και τύπου II.
Παρακάτω περιγράφονται οι πιο συχνές μορφές κατά συχνότητα και πρόγνωση κάθε τύπου
ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ | ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ | 5ετης ΕΠΙΒΙΩΣΗ |
Ενδομητριοειδές Αδενοκαρκίνωμα
G1 G2 G3 |
80% | 60%
89% 85% 33% |
Ορώδες καρκίνωμα | 21% | 73% |
Αδενοπλακώδες καρκίνωμα | 7% | 50% |
Καρκίνωμα εκ διαυγών κυττάρων | 6% | 35% |
Θηλώδες καρκίνωμα | 4,5% | 50% |
Σπανιότατα μπορεί να εμφανιστεί και Στρωματικό Σάρκωμα Ενδομητρίου
Τα στάδια της νόσου είναι τέσσερα (IV).
Όσο ποιο πρώιμο είναι το στάδιο της νόσου κατά την διάγνωση τόσο καλύτερη είναι η πρόγνωση και η συνολική επιβίωση του ασθενή
Η πρόληψη στην προκειμένη περίπτωση είναι η έγκαιρη διάγνωση, δηλαδή διάγνωση της νόσου στο πρώτο στάδιο, το οποίο και θεραπεύεται σχεδόν πλήρως σε ποσοστά επιβίωσης >90%.
Αξιολόγηση και όχι υποβάθμιση των συμπτωμάτων και κυρίως της αιμορραγίας, σε μετεμμηνοπαυσιακές και προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
Επικέντρωση στους παράγοντες μείωσης του κινδύνου ανάπτυξης του καρκίνου, όπως:
Υπάρχει άγνοια σχετικά με τον καρκίνο του Ενδομητρίου γιατί οι περισσότερες γυναίκες πιστεύουν ότι το ετήσιο Pap Test μπορεί να διαγνώσει την ασθένεια. Αυτό θα γίνει μόνο στα πολύ προχωρημένα στάδια της νόσου. Στόχος είναι η έγκαιρη διάγνωση, που θα εξασφαλίζει και υψηλά ποσοστά θεραπείας. Έτσι, λοιπόν κάθε γυναίκα που μετά τον 1ο-2ο χρόνο της εμμηνόπαυσης ξαναβλέπει αίμα, θα πρέπει άμεσα να επισκεφθεί τον γυναικολόγο της. Βεβαίως και οι προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που παρουσιάζουν ανωμαλίες στην περίοδο όπως μεγάλη διάρκεια, αύξηση της ποσότητας του αίματος και συχνότερη εμφάνιση της περιόδου σε σχέση με πριν, πρέπει επίσης να επισκεφθούν τον Γυναικολόγο τους. Αν και οι ανωμαλίες αυτές συνήθως οφείλονται στην κλιμακτήριο, ή σε άλλες καλοήθεις παθήσεις θα πρέπει πάντα να ελέγχονται ώστε να αποκλεισθεί η πιθανότητα κακοήθειας.
Η διάγνωση τίθεται με:
Δεν πρέπει να υποβαθμίζουν τα συμπτώματα όπως κολπική αιμορραγία (μετεμμηνοπαυσιακές), διαταραχές της έμμηνου ρήσεως (προεμμηνοπαυσιακές), κολπικό έκκριμα, πυελικός πόνος, επώδυνη σεξουαλική επαφή ή επώδυνη ή δύσκολη ούρηση και να επισκεφτούν άμεσα τον γυναικολόγο τους.
Να υποβάλλονται σε τακτικούς προληπτικούς ελέγχους και να αξιολογηθεί το κληρονομικό τους ιστορικό από εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό.
Να αγαπούν την ζωή και να μην φθείρουν τον εαυτό τους γιατί εάν είναι εκείνες καλά είναι και οι τριγύρω τους.
Οι ωοθήκες είναι τα γυναικεία αναπαραγωγικά όργανα μέσα στα οποία σχηματίζονται τα ωοκύτταρα (ωάρια) και παράγονται οι γυναικείες ορμόνες. Οι καρκίνοι των ωοθηκών σχηματίζονται είτε από κύτταρα της επιφάνειας της ωοθήκης μία μορφή που καλείται επιθηλιακός καρκίνος της ωοθήκης (αναφέρεται επίσης ως ωοθηκικό καρκίνωμα) ή από άλλους ιστούς μέσα στην ωοθήκη (μη επιθηλιακός καρκίνος της ωοθήκης). Και οι δύο όροι αναφέρονται σε μία ποικίλη ομάδα διαφορετικών υποτύπων καρκίνου της ωοθήκης. Ο πιο συχνός υπότυπος καρκίνου των ωοθηκών είναι ο επιθηλιακός, που αντιστοιχεί περίπου στο 90% των πρωτοπαθών ωοθηκικών καρκίνων. Στην ομάδα των ασυνήθων μη επιθηλιακών καρκίνων, δύο υπότυποι εμφανίζονται πιο συχνά: οι κακοήθεις όγκοι εκ γεννητικών κυττάρων και οι στρωματικοί όγκοι.
Ο καρκίνος των ωοθηκών είναι ο έβδομος πιο συχνός καρκίνος και η έβδομη αιτία θανάτου από καρκίνο στις γυναίκες στον κόσμο.
Η παγκόσμια επίπτωσή του παρουσιάζει μεγάλη γεωγραφική διακύμανση. Οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν την μικρότερη επίπτωση. Περίπου οι μισές γυναίκες που διαγιγνώσκονται με καρκίνο της ωοθήκης είναι 60 ετών και άνω. Οι όγκοι από γεννητικά κύτταρα διαγιγνώσκονται κυρίως τις δύο πρώτες δεκαετίες της ζωής , ενώ οι στρωματικοί όγκοι είναι πιο συχνοί στις ενήλικες γυναίκες.
Μέχρι σήμερα, η αιτία του καρκίνου της ωοθήκης δεν είναι απόλυτα κατανοητή.
Ως και το 90% όλων των περιπτώσεων των ωοθηκικών καρκίνων είναι σποραδικοί καρκίνοι της ωοθήκης. Αυτό σημαίνει ότι δε σχετίζονται με κληρονομικές γενετικές μεταλλάξεις.
Έχει ταυτοποιηθεί ένας αριθμός παραγόντων κινδύνου κάποιοι εκ των οποίων είναι ειδικοί για συγκεκριμένους υπότυπους καρκίνου της ωοθήκης. Ένας παράγοντας κινδύνου δεν αποτελεί αιτία από μόνος του.
Οι παράγοντες κινδύνου για αυτόν τον τύπο ωοθηκικού καρκίνου είναι:
Τα κύρια συμπτώματα σχετίζονται με την παρουσία μιας μάζας στην κοιλιακή χώρα και μπορεί να περιλαμβάνουν:
Επί προχωρημένης νόσου
Αυτά τα συμπτώματα, δεν είναι ειδικά για τον καρκίνο των ωοθηκών και μπορεί να παρουσιαστούν, σε ποικίλλες μη κακοήθεις καταστάσεις.
Ο σχεδιασμός της θεραπείας για την ασθενή λαμβάνεται από μια διεπιστημονική ομάδα επαγγελματιών που ονομάζεται ογκολογικό συμβούλιο.
Η θεραπεία συνδυάζει συνήθως το χειρουργείο και τη συστηματική χημειοθεραπεία, η οποία δρά επί των καρκινικών κυττάρων, όπου και αν βρίσκονται στο σώμα.
Η έκταση της αντιμετώπισης θα εξαρτηθεί από το στάδιο του καρκίνου, τα χαρακτηριστικά του όγκου και τους κινδύνους για την ασθενή.
Σε γενικές γραμμές, η θεραπεία του καρκίνου των ωοθηκών ακολουθεί ένα καθιερωμένο θεραπευτικό πλάνο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι μη-επιθηλιακοί καρκίνοι είναι πολύ σπάνιοι όγκοι και τα θεραπευτικά σχήματα βασίζονται στην τρέχουσα κλινική εμπειρία, από έναν περιορισμένο αριθμό περιστατικών.
Εκτός από τη συνήθη θεραπεία, οι ασθενείς είναι δυνατό να συμμετάσχουν σε μια κλινική δοκιμή* σε όλα τα στάδια της νόσου. Σε μια κλινική δοκιμή, νέες θεραπευτικές αγωγές ή στρατηγικές προτείνονται, με σκοπό να μελετηθούν περισσότερο τα πιθανά οφέλη και οι κίνδυνοι. Εάν μία ασθενής επιθυμεί να συμμετάσχει σε μια κλινική δοκιμή, συνιστάται να συζητήσει την τρέχουσα κλινική δοκιμή (-ές) με το γιατρό της.
Οι συχνοί έλεγχοι κυρίως οι κυρίες υψηλού κινδύνου, η σωστή ενημέρωση από εξειδικευμένους ιατρούς όπως τον γυναικολόγο σας, η τον Ογκολόγο-Παθολόγο, η τον Χειρουργό Ογκολόγο-Γυναικολόγο θα σας δώσει την ευκαιρία για έγκαιρη διάγνωση της νόσου με στόχο την ίαση.
Πρόκειται για μια πολύ σοβαρή κατάσταση που μπορεί να βρεθεί η υγεία μας και αφορά μια ομάδα ασθενειών, πάνω από 200 διαφορετικά νοσήματα, που εάν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την ζωή μας .
Το σώμα μας είναι φτιαγμένο από κύτταρα που διαφοροποιούνται μεταξύ τους όσο αναφορά την αρχιτεκτονική και τις λειτουργίες τους. Οι ίδιες ομάδες κυττάρων σχηματίζουν τα όργανα του σώματος όπως το ήπαρ, το πάγκρεας, το παχύ έντερο, τον πνεύμονα, τον προστάτη τις ωοθήκες, κ.τ.λ. Καθένα από αυτά τα κύτταρα θα ολοκλήρωση τον κύκλο της ζωής του και θα πεθάνει αφήνοντας πίσω ένα άλλο κύτταρο ίδιο με αυτό προέλευσης του. Η διαδικασία αυτή του πολλαπλασιασμού αστυνομεύετε από ελεγκτικούς μηχανισμούς όπως γονίδια και άλλα, κατά την διάρκεια της αναπαραγωγής αλλά και μετά την ολοκλήρωση της.
Διαταραχές με τελικό αποδέκτη τον ελεγκτικό μηχανισμό της αναπαραγωγής των κυττάρων είναι τα αίτια ανώμαλης και ανεξέλεγκτης ανάπτυξης κυττάρων, των ΚΑΡΚΙΝΙΚΩΝ ΚΥΤΤΑΡΩΝ.
Όπως γνωρίζετε τα καρκινικά κύτταρα μπορούν δυστυχώς α)να πολλαπλασιάζονται στο άπειρο σε πολύ γρήγορους ρυθμούς, β) να εξαντλούν όλα τα θρεπτικά αποθέματα του οργανισμού προς όφελός τους προκαλώντας την γνωστή νεοπλασματική καχεξία στους ασθενείς και γ) να μεταναστεύουν σε άλλα όργανα δημιουργώντας όγκους διαφόρων διαστάσεων διαταράσσοντας τις ζωτικές τους λειτουργίες.ν πόρων διηθητικός Λοβιακός η Πορογενής καρκίνος.
Αυτή η διαταραχή που αναφέραμε μπορεί να εμφανιστεί στα λόβια( εκεί που γίνετε η παραγωγή του γάλακτος) η τους πόρους(μεταφέρουν το γάλα στη θηλή) του μαστικού αδένα. Ο καρκίνος αυτός ονομάζετε αντίστοιχα Λοβιακός η Πορογενής και εάν βγει εκτός των λοβίων και των πόρων διηθητικός Λοβιακός η Πορογενής καρκίνος.
Ο καρκίνος του μαστού είναι η συχνότερη κακοήθεια στις γυναίκες. Η επίπτωση του καρκίνου του μαστού στο γενικό πληθυσμό που θα ζήσει μέχρι την ηλικία των 90 ετών είναι μία στις 8-12 γυναίκες. Το 20% περίπου αυτών των γυναικών οφείλετε σε κληρονομούμενο καρκίνο του μαστού.
Ειδικότερα: Ηλικία, εθνότητα, οικογενειακό ιστορικό, ηλικία εμμηναρχής, άτεκνες γυναίκες, ηλικία πρώτου τοκετού,ηλικία εμμηνόπαυσης, βιοψίες μαστού στο παρελθόν, άτυπη υπερπλασία η LCIS, ακτινοβολία θώρακος στο παρελθόν, οστική πυκνότητα πυκνοί μαστοί, φορέας γονιδιακών μεταλλάξεων όπως των BRCA1/2 , P53, PTEN και άλλων υπεύθυνων για ανάπτυξη καρκίνου του μαστού, θεραπεία ορμονικής αποκατάστασης με οιστρογόνα και προγεστερόνη, παχυσαρκία, κατανάλωση αλκοόλης
Υπάρχουν αναστρέψιμοι και μη αναστρέψιμοι παράγοντες κινδύνου
Αναστρέψιμοι παράγοντες κινδύνου
Μη-αναστρέψιμοι παράγοντες κινδύνου
Μπορεί να παρατηρούνται τα εξής:
Τα στάδια της νόσου είναι IV(τέσσερα) με πρώιμη νόσο το στάδιο I(ένα) και μεταστατική νόσο το στάδιο IV(τέσσερα).
Βεβαίως υπάρχει και σχετίζετε με την πρώιμη νόσο (έγκαιρη διάγνωση) και τα βιολογικά της χαρακτηριστικά. Θα έχετε ακούσει περιστατικά ασθενών που δεν υποτροπίασαν ποτέ, αλλά και άλλα που υποτροπίασαν ακόμα και μετά από 15- 20 χρόνια
Κυρίως αλλά όχι μόνο. Ο παρακάτω πίνακας υποδεικνύει κάποιους βασικούς προγνωστικούς και προβλεπτικούς παράγοντες που σχετίζονται με την έκβαση της νόσου
Η νόσος αρχικού σταδίου (στάδιο Ι ως ΙΙΙ) αντιμετωπίζεται με στόχο την παράταση της επιβίωσης ακόμα και την ίαση. Η μεταστατική νόσος (στάδιο ΙV) αντιμετωπίζεται με κύριο στόχο την βελτίωση της ποιότητας ζωής αλλά και την παράταση της επιβίωσης.
Το στάδιο της νόσου σε συνδυασμό με τα βιολογικά χαρακτηριστικά την γενική κατάσταση της ασθενούς υπαγορεύει τις θεραπευτικές επιλογές και την πρόγνωση.
Με την κλινική εξέταση που περιλαμβάνει το πλήρες ιατρικό ιστορικό της ασθενούς, την εξέταση και ψηλάφηση μαστών και μασχαλιαίων λεμφαδένων
Κλινικά συμπτώματα
Απεικονιστική διερεύνηση
Ιστολογική επιβεβαίωση νόσου
Επιπρόσθετες εξετάσεις
ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΙΟ: Στην αντιμετώπιση της πρώιμης εντοπισμένης νόσου χειρουργικός εξαιρέσιμης που θα φέρει την πλήρη απεικονιστική ογκομείωση. Επίσης παρηγορητικά στην τοπικά εκτεταμένη και μεταστατική νόσο.
ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ: Την χρησιμοποιούμε εκεί που υπάρχει ένδειξη στην πρώιμη νόσο και βέβαια στην μεταστατική όπου και αντιπροσωπεύει το βασικό θεραπευτικό πυλώνα. Επιτυγχάνει παράταση της επιβίωσης, ποιότητα ζωής και συνεισφέρει στην επίτευξη της ίασης σε συνδυασμό με τους άλλους θεραπευτικούς χειρισμούς.
ΟΡΜΟΝΟΘΕΡΑΠΕΙΑ: Χρησιμοποιείται στην πρώιμη η στην μεταστατική ορμονοεξαρτόμενη νόσο. Χαρακτηριστικό της η καλή ανοχή.
ΑΚΤΙΝΟΘΕΡΑΠΕΙΑ: Χρησιμοποιείται επί ενδείξεως στην πρώιμη νόσο για την μετεγχειρητική τοπικο-περιοχική αποστείρωση αλλά και παρηγορητικά στην μεταστατική νόσο.
-Λεπτομερές ιατρικό ιστορικό και πλήρης κλινική εξέταση
-Μαστογραφία ανά 1 έτος
Εδώ τα πράγματα αλλάζουν πολύ αφού θεραπεία και παρακολούθηση πάνε μαζί.
Πρέπει να γνωρίζει και να εφαρμόζει τους τακτικούς προληπτικούς ελέγχους σύμφωνα με τις διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με τις υποδείξεις και κατευθύνσεις εγκεκριμένου ογκολόγου .
Όχι. Διαφέρουν ανάλογα το κληρονομικό/οικογενεικό ιστορικό. Ανάλογα λοιπόν με την περίπτωση μπορεί να χαρακτηριστεί υψηλού κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του μαστού η όχι. Ένας εγκεκριμένος ογκολόγος μπορεί να ανάλυση την κάθε περίπτωση και να υποδείξει μια εξατομικευμένη πρόληψη.
Οδηγίες ανίχνευσης
Πρώτη μαστογραφία αναφοράς στα 35
Η αυτοεξέταση των γυναικών γίνεται με δυο τρόπους, τόσο με την επισκόπηση όσο και με την ψηλάφηση.
ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ(ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ)
Μπροστά στον καθρέφτη
Τοποθετήστε τα χέρια στα πλευρά σας και παρατηρήστε προσεκτικά οποιαδήποτε αλλαγή στο χρώμα, το σχήμα ή την επιδερμίδα του στήθους σας.
Στο ντους
Ο τακτικός προληπτικός έλεγχος σύμφωνα με τις διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές επιτρέπει την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του μαστού σε αρχικό στάδιο άρα και περισσότερες πιθανότητες ίασης.
Όσο αναφορά την πρωτογενή πρόληψη θα συμβούλευα την διακοπή η περιορισμένη χρήσης αλκοόλ, άσκηση και αποφυγή παχυσαρκείας, μεσογειακή διατροφή πλούσια σε ωμέγα λιπαρά, τεκνοποίηση σε μικρότερες ηλικίες και βέβαια χρήση του θηλασμού.
Μεγάλη βοήθεια για τις γυναίκες με μεταστατική νόσο είναι τα νέα φάρμακα που άλλαξαν σημαντικά την επιβίωση και την ποιότητα ζωής τους και να μπορούμε να μιλάμε σήμερα για χρόνια νόσο. Η ελπίδα βέβαια είναι στην έρευνα και ανακάλυψη νέων φαρμάκων και θεραπευτικών χειρισμών. Υπάρχει ενθουσιασμός στην επιστημονική κοινότητα για τα βήματα που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια όσο αναφορά την πρόοδο σε νέες θεραπείες και ιδιαίτερα σε αυτές που είναι ακόμα σε ερευνητικό στάδιο ωστε να μπορούμε κάποια στιγμή να μπορούμε να παρεύουμε ποιο αποτελεσματικά στην πορεία της μεταστατικής νόσου.
PURPOSE:
To evaluate efficacy and toxicity of a combination of pegylated liposomal doxorubicin and irinotecan in patients with refractory small-cell lung cancer.
PATIENTS AND METHODS:
Thirty-one patients with early relapse after first-line therapy with cisplatin/etoposide were treated with pegylated liposomal doxorubicin 15 mg/m(2) and irinotecan 125 mg/m(2) on days 1 and 15. Treatment was repeated every 28 days.
RESULTS:
A total of 144 chemotherapy courses were administered. All patients were evaluable for toxicity and twenty-six (84%) for response. Grade 3 neutropenia occurred in two (6.5%) patients and grade 1 thrombocytopenia in one (3.2%). Fatigue was the most frequent grade 3 non-hematologic toxicity and was observed in seven patients (23%). Four (12.9; 95% CI: 1.1-24.7%) patients achieved a partial response, and disease stabilization was observed in additional two (6.5%) patients (Tumor Growth Control: 19.4; 95% CI: 5.5-33.3%). The median TTP was 2.03 months, and the median survival time was 3.16 months.
CONCLUSIONS:
The combination of pegylated doxorubicin and irinotecan is very well tolerated but with modest activity in patients with refractory SCLC.
Xenidis N, Vardakis N, Varthalitis I, Giassas S, Kontopodis E, Ziras N, Gioulbasanis I, Samonis G, Kalbakis K, Georgoulias V.
PURPOSE:
The aim of this study was to present a group of patients with <150 cm of small intestine after cytoreductive surgery (CRS)+hyperthermic intraperitoneal chemotherapy (HIPEC) and the special problems arising from this condition.
METHODS:
From November 2005 to November 2013, 130 patients were treated for peritoneal carcinomatosis (PC) with CRS+HIPEC. Ten patients (7.7%) were left with a short bowel due to anatomical and surgical reasons. All these patients were subjected to ileostomy. Four patients (40%) were treated for ovarian carcinoma, 4 (40%) for colon and appendiceal carcinoma, 1 for peritoneal mesothelioma and 1 patient for primary peritoneal carcinoma. The completeness of cytoreduction (CC) score was CC-0 in 4 patients (40%), CC-1 in 3 (30%) and CC-2 in 3 (30%).
RESULTS:
The mean length of the remaining small bowel was 105 cm (range 80-150). Mean hospitalization was 42 days vs 24 days in other patients with CRS+HIPEC (p<0.002). The daily ileostomy output increased between the 3rd to 4th week as a result of oral feeding and decreased at the 4th week due to somatostatin analogue administration and possible intestinal adaptation. The mean ileostomy output at 6 months was 810±100 ml vs 1590±210 ml the first month after CRS+HIPEC (p<0.001). The overall morbidity and mortality rate was the same as in patients without extensive resection. The impact of small bowel syndrome (SBS) on overall survival was very important, as the mean overall survival in the SBS group was 28.6 months vs 41 months in other CRS+HIPEC patients (p<0.001).
CONCLUSIONS:
SBS is sometimes inevitable in order to perform optimal cytoreduction. Special management is required for these patients, including special nutritional efforts and home total parenteral nutrition (TPN). Extensive small bowel resection may constitute a contraindication in the management of peritoneal carcinomatosis.
Halkia E, Papantziala A, Vassiliadou D, Tsochrinis A, Efstathiou E, Giassas S, Spiliotis J.
PURPOSE:
This study evaluates the activity and toxicity of the paclitaxel/carboplatin (PC) doublet versus vinorelbine/carboplatin (VC) doublet as second-line treatment in patients who have advanced non-small-cell lung cancer (NSCLC).
PATIENTS AND TREATMENT:
Patients pretreated with front-line docetaxel and gemcitabine were randomized to receive either PC (n = 75), which consisted of paclitaxel at a dose of 140 mg/m(2) and carboplatin area under the curve (AUC3), or VC (n = 78), which consisted of vinorelbine at a dose of 45 mg/m(2) orally and carboplatin AUC3; both drugs were administered on days 1 and 15.
RESULTS:
The overall response rate was 18.6% (95% confidence interval, 9.85%-27.49%; one complete and 13 partial responses) in the PC arm and 7.7% (95% confidence interval, 1.78%-13.61%; one complete and five partial responses) in the VC arm (P = .056). Median time to tumor progression was 3.5 months (range, 0.3 – 23.73 months) and 3.07 months (range, 0.37-18.5) in the PC and VC arm, respectively (P = .287). Median overall survival was 7.83 months (range, 0.3-45.03 months) and 7.60 months (range, 0.5-30.27 months) for PC and VC arms, respectively (P value = .633). Chemotherapy was well-tolerated and grade III/IV toxicities were relatively infrequent. No toxic deaths were observed.
CONCLUSIONS:
Platinum-based doublets with either paclitaxel or vinorelbine in patients with advanced/metastatic NSCLC pretreated with front-line docetaxel/gemcitabine show comparable efficacy when used in the second-line setting.
Pallis AG, Syrigos K, Kotsakis A, Karachaliou N, Polyzos A, Chandrinos V, Varthalitis I, Christophyllakis C, Ardavanis A, Vamvakas L, Vardakis N, Saridaki Z, Samonis G, Giassas S, Georgoulias V, Agelaki S.
PURPOSE:
To investigate the efficacy and toxicity of the docetaxel and capecitabine combination in patients with previously treated, unresectable adenocarcinoma of the pancreas.
PATIENTS AND METHODS:
Patients with pancreatic adenocarcinoma, pre-treated with gemcitabine-based chemotherapy, were treated with capecitabine (800 mg/m(2) orally, twice a day for 14 days) and docetaxel (75 mg/m(2) i.v, on day 1), every 3 weeks. The primary end-point was overall response rate (RR).
RESULTS:
Thirty-one patients were enrolled in the study; 93.6% of them had a performance status (PS) of 0-1 and 96.8% had stage IV disease. Patients received a median of 4 cycles/patient, and the main reason for treatment discontinuation was disease progression. Partial response was observed in three (9.7%) patients, stable disease in seven (22.6%) (disease control rate: 32.3%, 95% CI: 15.80-48.71%) and disease progression in 21 (67.6%). The median progression-free survival (PFS) was 2.4 months (95% CI: 1.6-3.13) and the median overall survival (OS) was 6.3 months (95% CI: 3.38-9.23); the estimated 1-year survival rate was 14.7%. Grade III/IV neutropenia occurred in 10 (32.2%) patients and febrile neutropenia in one patient. Other severe non-hematologic toxicities were mild and manageable. After 2 chemotherapy cycles, pain control occurred in 20% of patients and stabilization of body weight in 40%.
CONCLUSION:
The combination of docetaxel/capecitabine may confer good disease control associated with improvement of quality of life as second-line chemotherapy in patients with metastatic pancreatic cancer.
Katopodis O, Polyzos A, Kentepozidis N, Giassas S, Rovithi M, Bozionelou V, Kalbakis K, Vamvakas L, Mavroudis D, Georgoulias V.
Ιατρός Παθολόγος – Ογκολόγος